- Λακεδαίμονι
- Λακεδαίμωνfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CARYA — I. CARYA apud Servium ad Eclog. 8. filia fuit Dionis Laconiae Regis et Iphitheae, quae a Libero amata, in monte Taygeto, in arborem sui nominis mutata fingitur, cum arctius a sororibns suis custodiretur. Ita enim is, Caryam vero, quam amaverat,… … Hofmann J. Lexicon universale
EPIDOTAS — Hesych. Ε᾿πιδότας, Ζεὺς εν Λακεδαίμονι. Apnd Pausan. in Laconicis est Ε᾿πιδωτὴς, et Genius quidam incertus dicitur … Hofmann J. Lexicon universale
HARMOSYNI — Hesych. Α῾ρμόσυνοι, αρχήτις Λακεδαίμονι, ἐπὶ τῆς εὐκοσμίας τῶ γυναικῶν … Hofmann J. Lexicon universale
TERPANDER — Arnaeus, sive Lesbius, poeta Lyricus, primus in lyra Heptachordum et lyrici carminis canonem scripsit; quamquam id Philemoni quidam adscribunt, Suid. Huius famae ac nominis maximi iudicium patet, quod Lacedaemonii seditione quâdam admoniti… … Hofmann J. Lexicon universale
Επιπόλα — Ἐπιπόλα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οὕτως ἐν Λακεδαίμονι ἡ Δημήτηρ ἱδρυμένη τιμᾶται» … Dictionary of Greek
ξενηλατώ — (Α ξενηλατῶ, έω) εκδιώκω τους ξένους ή απαγορεύω την είσοδό τους στη χώρα («ὥσπερ ἐν Λακεδαίμονι ξενηλατοῡνται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ηλατῶ (< ηλατος < ἐλαύνω), πρβλ. λε ηλατώ] … Dictionary of Greek
συρμαία — η, ΜΑ, και ιων. τ. συρμαίη Α είδος φυτού που έμοιαζε με το ραπανάκι («τὸ πλῆθος τῶν ἀναλωθέντων χρημάτων... εἰς λάχανα καὶ συρμαίαν», Διόδ.) αρχ. 1. ο χυμός τού φυτού αυτού, τον οποίο, ύστερα από ανάμιξη με άλμη, χρησιμοποιούσαν ως καθαρτικό και… … Dictionary of Greek
σωσίβιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός και γραμματικός από τη Λακεδαίμονα. Έζησε στην Αλεξάνδρεια τον 3o π.Χ. αι. Έγραψε Περί χρόνων ή Χρόνων αναγραφή, Περί βασιλείας, Περί Αλημάνος, Ομοιότητες, Περί των εν Λακεδαίμονι θυσιών, όπου περιγράφει… … Dictionary of Greek
Πολέμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αξιωματικός του Μεγάλου Αλέξανδρου. Κατηγορήθηκε για συνωμοσία αλλά τελικά αποκαταστάθηκε. Αργότερα τον συνέλαβε ο Άτταλος, ως οπαδό του Περδίκκα. 2. Φρούραρχος στην πόλη Πηλούσιο της Αιγύπτου, διορισμένος από τον… … Dictionary of Greek
Λακεδαίμον' — Λακεδαίμονα , Λακεδαίμων fem acc sg Λακεδαίμονι , Λακεδαίμων fem dat sg Λακεδαίμονε , Λακεδαίμων fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)